συγκομιστά

συγκομιστά
συγκομιστά̱ , συγκομιστής
gatherer
masc nom/voc/acc dual
συγκομιστής
gatherer
masc voc sg
συγκομιστής
gatherer
masc nom sg (epic)
συγκομιστός
brought together
neut nom/voc/acc pl
συγκομιστά̱ , συγκομιστός
brought together
fem nom/voc/acc dual
συγκομιστά̱ , συγκομιστός
brought together
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκομιστός — ή, όν, Α [συγκομίζω] 1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο 2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» τροφή ανάμικτη β) «συγκομιστὰ δείπνα» δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο γ) «ἄρτος συγκομιστός» άρτος αυτόπυρος*, ψωμί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”